Τα παλιά εκείνα χρόνια,ζούσε ένας Βασιλιάς δυνάστης λοιπόν,που τον έλεγαν ΣΑ-ΒΕ-ΚΟΥ,που σήμαινε <<ο ψεύτης χοντρός ασπρομάλλης>>. Το κάστρο του ήταν χτισμένο ψηλά σ' ένα λόφο, απροσιτο,με γιγάντια τείχη και μια μεγάλη αδιαπέραστη αμπάρα! Ζούσε εκεί με τους τσανακογλείφτες περιτρεχάμενούς του,σύμβουλους, ρουφιάνους, πουλημένους καταδότες,υπαλληλίσκους,ιερατείο και το κακό συναπάντημα. Είχε στη δούλεψή του ακόμη και μία αγέλη,ένα συρφετό δηλαδή από κρανοφόρους-φοροεισπράκτορες στρατιώτες,οι οποίοι,συχνά πυκνά έκαναν έφοδο στα φτωχά και δύσμοιρα χωριά,αρπάζοντας ότι έβρισκαν,στάρι και ζωντανά,για να ταΐσουν τον βασιλιά ΣΑ-ΒΕ-ΚΟΥ,άγρια "φορολογία".
Τα παιδιά των χωρικών έκλαιγαν από την πείνα και οι γυναίκες έψαχναν για ρίζες στο δάσος για να τα θρέψουν.Είδαν κι από είδαν λοιπόν οι χωρικοί και αποφάσισαν να συγκεντρωθούν για να αποφασίσουν τι θα κάνουν για να σώσουν τις οικογένειές τους. Έτσι λοιπόν και έγινε. Σταμάτησαν τη σπορά και έδιωξαν όσα ζώα είχαν μείνει στο δάσος. Περίμεναν,περίμεναν, ώσπου έφτασαν οι κρατιστές,κρανοφόροι-έφοροι.Έψαξαν από δω,έψαξαν από κει,αλλά τίποτα...δεν βρήκαν απολύτως τίποτα.Ετρεξαν πίσω στο κάστρο. Τρελάθηκε ο βασιλιάς ΣΑ-ΒΕ-ΚΟΥ...πανικός στο κοπάδι,πως θα επιβίωναν τώρα; "Φωνάξτε τους βρομιάρηδες χωριάτες να μιλήσουμε,να δούμε τι συμβαίνει",φώναξε θυμωμένος ο βασιλιάς.
Έτσι κι έγινε. Άνοιξαν την μεγάλη αμπάρα για να μπουν μέσα οι χωρικοί. Αμέσως και πριν καλά καλά καταλάβουν τίποτα οι κρανοφόροι,έβγαλαν από τα ρούχα τους οι απελπισμένοι χωρικοί τα τσεκούρια,τσουγκράνες,ρόπαλα και ότι άλλο είχαν και τούς αιφνιδίασαν.Οι πρώτοι,έπεσαν νεκροί,οι άλλοι από τον φόβο τους πήγαν με το μέρος των χωρικών...Το αίμα μαζί με το λίπος των αυτοδιορισμένων κοπρόσκυλων έτρεχε αντάμα,δεν έμεινε κανείς απ' αυτούς και τον βασιλιά τον έκοψαν στα "τρία κομμάτια" και τάισαν τα σκυλιά.... Σιχάθηκαν τον έλεγχο οποιουδήποτε πάνω στον τρόπο ζωής τους και στις απόψεις τους, είτε αυτός λέγεται κρανοφόρος, είτε ηγέτης.... Στα χωριά φύτρωσαν και πάλι τα χωράφια,έδωσαν καρπό και τα παιδιά χόρτασαν! Το χαμόγελο έγραψε στα σκασμένα χείλη τους η δημοκρατία έκανε την εμφάνισή της!!!
ΒΑΝ
Τα παιδιά των χωρικών έκλαιγαν από την πείνα και οι γυναίκες έψαχναν για ρίζες στο δάσος για να τα θρέψουν.Είδαν κι από είδαν λοιπόν οι χωρικοί και αποφάσισαν να συγκεντρωθούν για να αποφασίσουν τι θα κάνουν για να σώσουν τις οικογένειές τους. Έτσι λοιπόν και έγινε. Σταμάτησαν τη σπορά και έδιωξαν όσα ζώα είχαν μείνει στο δάσος. Περίμεναν,περίμεναν, ώσπου έφτασαν οι κρατιστές,κρανοφόροι-έφοροι.Έψαξαν από δω,έψαξαν από κει,αλλά τίποτα...δεν βρήκαν απολύτως τίποτα.Ετρεξαν πίσω στο κάστρο. Τρελάθηκε ο βασιλιάς ΣΑ-ΒΕ-ΚΟΥ...πανικός στο κοπάδι,πως θα επιβίωναν τώρα; "Φωνάξτε τους βρομιάρηδες χωριάτες να μιλήσουμε,να δούμε τι συμβαίνει",φώναξε θυμωμένος ο βασιλιάς.
Έτσι κι έγινε. Άνοιξαν την μεγάλη αμπάρα για να μπουν μέσα οι χωρικοί. Αμέσως και πριν καλά καλά καταλάβουν τίποτα οι κρανοφόροι,έβγαλαν από τα ρούχα τους οι απελπισμένοι χωρικοί τα τσεκούρια,τσουγκράνες,ρόπαλα και ότι άλλο είχαν και τούς αιφνιδίασαν.Οι πρώτοι,έπεσαν νεκροί,οι άλλοι από τον φόβο τους πήγαν με το μέρος των χωρικών...Το αίμα μαζί με το λίπος των αυτοδιορισμένων κοπρόσκυλων έτρεχε αντάμα,δεν έμεινε κανείς απ' αυτούς και τον βασιλιά τον έκοψαν στα "τρία κομμάτια" και τάισαν τα σκυλιά.... Σιχάθηκαν τον έλεγχο οποιουδήποτε πάνω στον τρόπο ζωής τους και στις απόψεις τους, είτε αυτός λέγεται κρανοφόρος, είτε ηγέτης.... Στα χωριά φύτρωσαν και πάλι τα χωράφια,έδωσαν καρπό και τα παιδιά χόρτασαν! Το χαμόγελο έγραψε στα σκασμένα χείλη τους η δημοκρατία έκανε την εμφάνισή της!!!
ΒΑΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου