Δικαστήριο της Θεσσαλονίκης έκρινε αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τη νομοθετική διάταξη που προβλέπει ότι, για να ξεκινήσει οποιαδήποτε δίκη που αφορά ακίνητο, πρέπει να προσκομιστεί πιστοποιητικό ότι έχει καταβληθεί ο ΕΝΦΙΑ (Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων) της τελευταίας πενταετίας ή ότι έχει απαλλαγή ο διάδικος από τον ΕΝΦΙΑ. Δηλαδή, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα δικαστήρια δεν μπαίνουν καν στην ουσία της υπόθεσης και απορρίπτουν την αγωγή, εάν δεν έχει προσκομισθεί η επίμαχη βεβαίωση για την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ. Έτσι, σύμφωνα με τους δικαστές, ανοίγει ο δρόμος για τις καταπατήσεις και τη λεηλασία ακινήτων, χωρίς ο ιδιοκτήτης να μπορεί, λόγω ΕΝΦΙΑ, να προστατεύσει την περιουσία του.
Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ ξεκίνησε πέρυσι με την ψήφιση του νόμου 4223/2013 και λίγο αργότερα με άλλο νομοθέτημα (ν. 4174/2013) προστέθηκε διάταξη η οποία προβλέπει ότι «είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝΦΙΑ»πιστοποιητικό της Δ.Ο.Υ. που να βεβαιώνει την πληρωμή ή τη ρύθμιση ή την απαλλαγή του προσφεύγοντα στην Δικαιοσύνη από τον ΕΝΦΙΑ για τα προηγούμενα 5 χρόνια.
Τώρα οι δικαστές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, πριν εισέλθουν στα αντισυνταγματικά προβλήματα του ΕΝΦΙΑ, υπογραμμίζουν ότι «ο δικονομικός φραγμός» που τίθεται με την επίμαχη διάταξη (προσκόμιση βεβαίωσης ΕΝΦΙΑ) «σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο». Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι «η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις».
Σε διαφορετική περίπτωση, σημειώνεται στην απόφαση «θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το επίμαχο πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο, θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς». Και αυτό, γιατί το δικαστήριο «δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή».
Πέρα από όλα αυτά, οι δικαστές τονίζουν ότι η επίμαχη διάταξη «περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας).Στο άρθρο 20 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ –αναφέρει η δικαστική απόφαση– «κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου».