Ανάλυση: Γεωπολιτικές ισορροπίες τρόμου στη Μεσόγειο

Πρώτη, κύρια και βασική αιτία της αστάθειας που επικρατεί σε ολόκληρη πλέον την Ανατολική Μεσόγειο είναι η συνειδητή απόφαση της Τουρκίας να επιχειρήσει να αναθεωρήσει τη νομιμότητα που επέβαλε στην περιοχή η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και συγκεκριμένα να εκμεταλλευτεί την αύξηση του πληθυσμού, της οικονομίας, του στρατού αλλά και της πολιτικής της επιρροής για να διευρύνει το γεωγραφικό, οικονομικό, κοινωνικο-πολιτισμικό αλλά και πολιτικό της αποτύπωμα.
Αυτό δεν πρέπει να το λησμονεί κανείς. Ωστόσο, για να φτάσουμε εδώ και για να έχει αποθρασυνθεί τόσο η Τουρκία ώστε να αξιοί ξεδιάντροπα όσα αξιοί σε Αιγαίο, Κύπρο και Αν. Μεσόγειο, ευθύνη φέρουν διαχρονικά οι ελληνικές και κυπριακές κυβερνήσεις που όχι μόνον απέτυχαν παταγωδώς να διακρίνουν την πορεία των πραγμάτων, αλλά πιάστηκαν στον ύπνο με τραγικά αποτελέσματα στην περίπτωση της Κύπρου και δυνητικά τραγικά στην περίπτωση της Ελλάδας. 
>>Βήμα 1ο τουρκικής στρατηγικής: Νομική βάση και αφήγημα


Για να μπορέσει η Τουρκία να υλοποιήσει τους σχεδιασμούς της απαιτείται αρχικά ένα αφήγημα που να εγείρει νομικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσει τις αξιώσεις της για αναθεώρηση των συνόρων. Η Άγκυρα μεθοδικά και στοχευμένα καλλιεργεί ένα πολυεπίπεδο νομικό αφήγημα. Στην Κύπρο το αφήγημα αυτό θέλει την Κυπριακή Δημοκρατία ως «εκλιπούσα» από το 1974, το ψευδοκράτος ως de jure κράτος και τη νόμιμη Κυβέρνηση της Κύπρου ως «ψευδοκράτος», οι πράξεις του οποίου δεν γεννούν νομικά αποτελέσματα. 
Στην περίπτωση της Αν. Μεσογείου η Τουρκία θέλει τα νησιά να μην έχουν δυνατότητα να γεννούν υφαλοκρηπίδα ή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Ακόμα όμως και αν έστω κατ' εξαίρεση έχουν τέτοιο δικαίωμα αυτό υποχωρεί σε περίπτωση που η αντικείμενη ακτή μιας χερσονήσου είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη και ως εκ τούτου, κατά τον τουρκικό πάντα ισχυρισμό, η επήρεια της νήσου πρέπει να είναι μειωμένη έναντι του χερσαίου κράτους με τη μεγάλη ακτογραμμή. Επομένως κατά τους Τούρκους η Κύπρος (ως «εκλιπούσα» αλλά και ως νησί) δεν έχει υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ αλλά μόνον Αιγιαλίτιδα Ζώνη 12ν.μ.. Παράλληλα, ισχυρίζονται ότι το Καστελλόριζο, η Κρήτη, η Ρόδος και η Κάρπαθος δεν έχουν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ. Εάν όμως ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε η Τουρκία στην Αν. Μεσόγειο θα είχε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ που θα εκτείνετο μέχρι τη μέση απόσταση μεταξύ τουρκικών ακτών και αιγυπτιακών ακτών.
Το νομικό αφήγημα για το Αιγαίο έχει αντίστοιχες καταβολές στη θεώρηση ότι οι νήσοι δεν έχουν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ αλλά δικαιούνται μόνο Αιγιαλίτιδα Ζώνη. Στη δε περίπτωση του Αιγαίου ισχυρίζονται ότι τα ελληνικά νησιά δεν μπορούν να έχουν Αιγιαλίτιδα 12ν.μ., γιατί αυτό θα αποτελούσε «κατάφωρη αδικία» σε βάρος της Τουρκίας και πως πρέπει να περιοριστεί η Αιγιαλίτιδα των νησιών στο Αιγαίο στα 6ν.μ. Εγείρει περαιτέρω αξίωση ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου πρέπει να αποστρατικοποιηθούν πλήρως ως ρητά ορίζει η Συνθήκη της Λωζάνης. Ακόμα, ισχυρίζεται ότι όσα νησιά, νησίδες και βράχοι δεν κατονομάζονται ρητά στις διάφορες συνθήκες που κατέστησαν το Αιγαίο ελληνικό, της ανήκουν. Ένα εξ αυτών και τα Ίμια αλλά και πολλά άλλα νησιά ή νησίδες ο αριθμός των οποίων κυμαίνεται από 12-23 κατά καιρούς. Τέλος, καταγγέλλει ως παράνομη τη διεκδίκηση της Ελλάδας Εναερίου Χώρου ο οποίος εκτείνεται πέραν των 6ν.μ. της Αιγιαλίτιδας, στα 10ν.μ.
Για σκοπούς πληρότητας θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι τουρκικές νομικές θεωρήσεις δεν βρίσκουν κανένα έρεισμα στο διεθνές δίκαιο. Κάποιοι όμως ισχυρισμοί όπως στο θέμα του Εναέριου Χώρου ή ενδεχομένως και του Καστελλορίζου μπορεί να έχουν βάση. Ως εκ τούτου, η Άγκυρα κατάλαβε από νωρίς ότι το διεθνές δίκαιο από μόνο του δεν υπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα και αναζήτησε άλλες λύσεις.
>>Βήμα 2ο: Η διά της ισχύος επιβολή του τουρκικού αφηγήματος
Η Τουρκία εισήγαγε και δοκίμασε επιτυχώς κατά καιρούς την επιβολή των νομικών της θεωρήσεων διά της ισχύος των όπλων επί του εδάφους. Πρώτη μεγάλη δοκιμασία, η εισβολή της Κύπρου, η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η συνεχιζόμενη κατοχή της μισής σχεδόν χώρας. Η εν λόγω πρακτική εδράζεται στην πεποίθηση ότι η συνεχής και έμπρακτη αμφισβήτηση της νομικής πραγματικότητας, δημιουργεί μια de facto πραγματικότητα που τελικά θα οδηγήσει και σε de jure αποδοχή από όλους. Βάσει της εν λόγω στρατηγικής προσέγγισης, η Τουρκία αφού εγείρει αξιώσεις διεκδικεί πολιτικές παρά νομικές λύσεις στα συγκεκριμένα ζητήματα, στηριζόμενη στην αυξημένη στρατιωτική ισχύ που έχει ή αναμένει ότι θα αποκτήσει σε βάθος χρόνου. Και αυτό επιτυγχάνεται με τη δημιουργία τετελεσμένων επί του εδάφους. Αν τα τετελεσμένα παγιωθούν, θεωρεί ότι αργά ή γρήγορα θα αναγνωριστούν και από τη Διεθνή κοινότητα.
Η εν λόγω στρατηγική λειτούργησε επίσης επιτυχώς με το «casus belli» για την ενδεχόμενη επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης από τα 6ν.μ. στα 12ν.μ. που οδήγησε την Ελλάδα σε μη άσκηση ενός αναφαίρετου δικαιώματος που της παρέχει το Δίκαιο της Θάλασσας, όσο και με τις απειλές της κατά της Ελλάδας στο θέμα της υφαλοκρηπίδας που οδήγησε την Αθήνα στην μη άσκηση του άλλου δικαιώματος που της παρέχει το Δίκαιο της Θάλασσας: την ανακήρυξη ΑΟΖ. Τραγικότερη έκφανση αυτής της τουρκικής στρατηγικής υπήρξε η περίπτωση των Ιμίων όπου η Άγκυρα πέτυχε να «γκριζάρει» ένα αμιγώς ελληνικό νησί δημιουργώντας επικίνδυνο προηγούμενο για σειρά άλλων νήσων και νησίδων στο Αιγαίο.
Αποκορύφωμα της τουρκικής στρατηγικής «πολιτικοποίησης» νομικών διαφορών θαλασσίων συνόρων αποτελεί η κυπριακή ΑΟΖ. Και δεν μιλούμε δυστυχώς μόνο για την κατεχόμενη από τον Αττίλα ΑΟΖ αλλά και την ΑΟΖ που αντιστοιχεί στις ελεύθερες περιοχές, την οποία η Άγκυρα κατέστησε όχι απλώς «γκρίζα ζώνη» αλλά την κατέχει και την νέμεται με «διάνοια κυρίου» όπως λέμε εμείς οι νομικοί. Η κατοχή και νομή της κυπριακής ΑΟΖ που αντιστοιχεί στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας, παγιώνει τετελεσμένα επί του εδάφους, ενώ ενισχύει τον ισχυρισμό της Τουρκίας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι «εκλιπούσα». Η Τουρκική αυτή στρατηγική βρήκε στην Κύπρο τη μεγαλύτερη επιτυχία της, αφού η Κυπριακή Δημοκρατία δεν φαίνεται να μπορεί να πράξει οτιδήποτε για να ακυρώσει την τουρκική κατοχή της ΑΟΖ έστω των ελεύθερων περιοχών της Κυπριακής Δημοκρατίας. 
Τελευταία έκφανση αυτής της προκλητικής στρατηγικής της Τουρκίας το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο του περασμένου φθινοπώρου. Η Άγκυρα έπιασε στον ύπνο την Ελλάδα, συνομολογώντας το γνωστό Μνημόνιο Συνεργασίας με την Κυβέρνηση Σάρατζ στην Τρίπολη. Η Άγκυρα έδειξε τελικά πρόθεση άμεσης παράκαμψης της Αθήνας και εκμετάλλευσης του τόξου επιρροής που έχτισε μεθοδικά τα τελευταία χρόνια με πολλές χώρες στην Μ. Ανατολή και Β. Αφρική. Η Αθήνα πλέον αναγκάστηκε να ξυπνήσει από τον λήθαργο, στον οποίο φαίνεται να βρισκόταν για 2 δεκαετίες και να αναζητά τρόπους ανατροπής του νομικού τετελεσμένου του Τουρκο-Λιβυκού Μνημονίου. Υπό πίεση και με κόστος αναγκάστηκε να συνομολογήσει οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ιταλία και λίγο αργότερα με την Αίγυπτο. Ειδικά για την Αίγυπτο, η Αθήνα ασθμαίνοντας, σύρθηκε σε μια μερική οριοθέτηση που είναι προφανώς προς όφελος του Καΐρου. Αυτό όμως κατέστη αναγκαίο από τη διπλωματική ήττα που προκάλεσε το Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο και η πολυετής αδράνεια των διαδοχικών κυβερνήσεων των Αθηνών που πορεύθηκαν χωρίς κανένα σχεδιασμό ή προγραμματισμό επί του θέματος για σειρά ετών.  Είναι λοιπόν τουλάχιστον ατυχές ότι άτομα όπως ο κ. Κοτζιάς που είχαν ευθύνη για την αδράνεια αυτή, να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την μερική οριοθέτηση.
Η «ισοφάριση» του σκορ που πέτυχε η Αθήνα στο νομικό επίπεδο με τις δύο αυτές οριοθετήσεις, μετέφερε το «παιχνίδι» στο στρατιωτικό πεδίο. Η Άγκυρα πιθανότατα συνεπαρμένη από την ίδια της τη ρητορική, δοκίμασε τη δημιουργία τετελεσμένων επί του εδάφους κατά την προσφιλή πλέον πρακτική της που στέφθηκε με πλήρη επιτυχία στην κυπριακή ΑΟΖ αλλά και παλαιότερα στα Ίμια. Η Ελλάδα ωστόσο για πρώτη φορά ενήργησε τελείως διαφορετικά, ενεργοποιώντας πέραν των πολιτικών όπλων που διέθετε και όλα τα στρατιωτικά της μέσα. Για πρώτη φορά η Άγκυρα αναγκάζεται να αρκεστεί σε ρητορική διεκδικήσεων των δικαίων της στην Αν. Μεσόγειο. Ωστόσο, ο δρόμος αυτός είναι άνευ επιστροφής και οδηγεί σε μια διαρκή ένταση στο στρατιωτικό πεδίο αντίστοιχη με εκείνη που για δεκαετίες διεξάγεται στους αιθέρες του Αιγαίου.
>>Πού στεκόμαστε τώρα;
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο τα πράγματα διαφαίνονται δυσοίωνα. Η Άγκυρα ήγειρε ξεκάθαρα διεκδικήσεις σε ολόκληρη ουσιαστικά την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αφού τις ήγειρε, τις διεκδίκησε και επί του εδάφους και τις παγίωσε με τετελεσμένα. Επόμενο βήμα στη συστηματική πλέον προσπάθεια της Άγκυρας για παρουσίαση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως «εκλιπούσας», το άνοιγμα των Βαρωσίων και ο ενταφιασμός της υπόθεσης της  Αμμοχώστου. Προβλέπω δε ότι αυτή η πορεία θα συνεχιστεί με μια συστηματική επιχείρηση ακύρωσης του FIR Λευκωσίας, την κατασκευή Αεροπορικής και Ναυτικής βάσης στα κατεχόμενα και τη νέα στρατηγική της Άγκυρας για αναγνώριση του ψευδοκράτους από χώρες τις οποίες ελέγχει ο Ερντογάν και το δόγμα που καθιέρωσε  για την ευρύτερη περιφέρεια. Εν ολίγοις, στην Κύπρο, η Τουρκία δεν έχει λόγο να σταματήσει την εφαρμογή της στρατηγικής της, αφού μέχρι τώρα φαίνεται να κερδίζει σε όλα τα επίπεδα. Σε δε περίπτωση νέας προσπάθειας επίλυσης του Κυπριακού, ενισχυμένη με τα νέα τετελεσμένα η Άγκυρα θα μπορεί να διεκδικήσει ό,τι θέλει για το Κυπριακό, ενώ παράλληλα για τα θαλάσσια σύνορα θα μπορεί να μας εκβιάσει απόλυτα, απειλώντας να μποϊκοτάρει την όποια λύση αν δεν αποδεχτούμε μειωμένη ΑΟΖ έναντι της Τουρκίας. 
Για την Ελλάδα ωστόσο, τα πράγματα είναι ακόμα ανοικτά. Το βασικό πρόβλημα της Άγκυρας πλέον είναι η διαφαινόμενη αλλαγή στάσης των Αθηνών. Για πρώτη φορά όπως ελέχθη ήδη ανωτέρω, η Αθήνα έστω και κουτσουρεμένα, κατοχυρώνει δικαιώματά της στην Αδριατική και στο Λιβυκό πέλαγος και παρότι δεν έχει ακόμα ανακηρύξει τυπικά ΑΟΖ, ουσιαστικά διεκδικεί όσα της επιτρέπει το Δίκαιο της Θάλασσας και συγκεκριμένα η Σύμβαση του 1982. Η δε απόφαση της Αθήνας να απαντήσει στις τουρκικές αμφισβητήσεις και στο στρατιωτικό πεδίο, φέρνει την Άγκυρα σε δύσκολη θέση, αφού δεν μπορεί να καρπωθεί οφέλη από τετελεσμένα επί του εδάφους όπως κατάφερε αντίστοιχα να πράξει στην Κύπρο. 
>>Τι δέον γενέσθαι:
Δεν έχουμε ούτε μπορούμε να αποκτήσουμε στο προβλεπτό μέλλον δυνατότητα απελευθέρωσης των κατεχομένων και επανένωσης της χώρας και του λαού. Δεν έχουμε ούτε μπορούμε να αποκτήσουμε στο προβλεπτό μέλλον δυνατότητα να προστατεύσουμε έστω την κουτσουρεμένη κυριαρχία μας στις ελεύθερες περιοχές, χερσαίες και θαλάσσιες.
Οφείλουμε ωστόσο να αποφασίσουμε αν θέλουμε να απελευθερώσουμε και επανενώσουμε τη χώρα και τον λαό ή αν απλώς μας αρκεί η διασφάλιση της κυριαρχίας μας στις ελεύθερες περιοχές. Εγώ είμαι εξ εκείνων που πιστεύουν ότι οφείλουμε να απελευθερώσουμε και επανενώσουμε τη χώρα και το λαό και στο μεσοδιάστημα ως ελάχιστο, οφείλουμε να διασφαλίσουμε την κυριαρχία μας στις ελεύθερες περιοχές.
Όποιος πιστεύει ότι αυτοί οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν στρατιωτικά ας το πει. Προσωπικά θεωρώ επάναγκες να ενισχύεται η άμυνά μας ως δύναμη αποτροπής στα πλαίσια της διασφάλισης της κυριαρχίας μας στις ελεύθερες περιοχές. Αλλά θα ήταν καταστροφικό να πιστεύει κανείς ότι μπορούμε να αντιπαλεύουμε την Τουρκία σε εξοπλισμούς. Ως εκ τούτου, μοναδική μας διέξοδος για επιβολή των δικαίων μας είναι να απευθυνθούμε στο μόνο αξιόπιστο και αποτελεσματικό οργανισμό που έχει δυνατότητα ανατροπής των τετελεσμένων και επιβολής του διεθνούς δικαίου, την ΕΕ. Η ΕΕ μπορεί να ασθενεί και να παρακμάζει αλλά παραμένει ο σημαντικότερος παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας. Όσο κι αν μας πληγώνει με την αδιαφορία της, ας αναλογιστούμε ότι αυτό αντανακλά τη δική μας αδυναμία να πείσουμε για τις θέσεις μας αλλά να δημιουργήσουμε και ταυτότητα συμφερόντων με τους ισχυρούς της Ένωσης αλλά και άλλων Κρατών της περιοχής. Η Κύπρος οφείλει να ενεργοποιήσει κάθε δυνατότητα που της παρέχει η ιδιότητα κράτους-μέλους χωρίς αιφνιδιασμούς και τσαμπουκάδες. Αν έστω τον Φεβρουάριο του 2018 όταν οι τουρκικές φρεγάτες ακύρωναν τη γεώτρηση της ENI στον στόχο Σουπιά, προειδοποιούσαμε ότι σε περίπτωση επανάληψης η Τουρκία θα αποκλειόταν από κάθε επίσημη σχέση με την ΕΕ, αν έστω τον Μάιο του 2019, όταν τα τουρκικά γεωτρύπανα εισέβαλλαν στην ΑΟΖ μας, προειδοποιούσαμε ότι χωρίς σοβαρές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, η Κύπρος δεν μπορεί να συζητά για κυρώσεις κατά τρίτων χωρών όπως η Ρωσία, το Ιράν ή σήμερα η Λευκορωσία, θα μπορούσαμε σήμερα να διεκδικούμε τον σεβασμό που μας οφείλουν οι Βρυξέλλες.
Τέλος η Κύπρος πρέπει να κτίσει συμμαχίες δημιουργώντας ταύτιση συμφερόντων με χώρες της ευρύτερης περιοχής. Χώρες όπως η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Αίγυπτος αλλά και άλλα Αραβικά Κράτη, όπως τα ΗΑΕ ακόμα και τη Συρία και μεγάλες δυνάμεις όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ ενώ οφείλει να οριοθετήσει ξεκάθαρο πλαίσιο στις σχέσεις της με τη Ρωσική Ομοσπονδία και την Κίνα. Ζητούμενο, η ανάκτηση αξιοπιστίας από την Κυπριακή Δημοκρατία που θα φέρει τον οφειλόμενο σεβασμό από κάθε τρίτο. Ακόμα και από την Τουρκία.
Οι σχέσεις Κύπρου - Ελλάδας
Η σχέση μας με την Ελλάδα χρειάζεται μια πλήρη επαναξιολόγηση και επανατοποθέτηση σε μια νέα υγιή βάση. Το δόγμα «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται» είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι αποτέλεσε απλώς ένα σλόγκαν το οποίο ουδέποτε λειτούργησε. Αν ίσχυε αυτό η Κύπρος θα αποφάσιζε για παράδειγμα την αποτροπή του Φατίχ ή του Γιαβούζ να επιχειρεί μόνιμα στην Κυπριακή ΑΟΖ και να προσπαθεί να κλέψει το φυσικό μας αέριο! Αυτά είναι λόγια του αέρα για να τα λένε σαν ποίημα οι διάφορες Κυβερνήσεις Αθηνών και Λευκωσίας για να χαϊδεύουν τα αφτιά του κυπριακού κυρίως ακροατηρίου. Ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε πως Ελλάδα και Κύπρος έχουν μεν πολλά κοινά συμφέροντα, κυρίως σε ό,τι αφορά την Άγκυρα, αλλά πρέπει να δεχτούμε ότι τα συμφέροντα δεν είναι πλέον ταυτόσημα. Η περίπτωση των θαλασσίων ορίων σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο, δε, θα δοκιμάσει και τη σχέση Ελλάδας – Κύπρου. Γι’ αυτό θα πρέπει, με ψυχραιμία και προγραμματισμό, να προηγηθεί χάραξη κοινής στόχευσης αλλά και στρατηγικής. Δεν μπορεί να αφεθεί η Κύπρος να πληρώσει και πάλιν την όποια λύση στα θέματα αυτά. Η Κύπρος εδώ αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο και δεν αποτελεί υπολογίσιμη δύναμη στην όλη εξίσωση. Δεν έχει αμυντική θωράκιση, ενώ ταυτόχρονα είναι όμηρος της Τουρκίας με το Κυπριακό. Σε δε διεθνές πολιτικό επίπεδο, η διολίσθηση του Κυπριακού σε διακοινοτική διαφορά, παρά σε θέμα εισβολής και κατοχής, διευκολύνει πλήρως μια τέτοια εξέλιξη. Καιρός λοιπόν για έναν εφ' όλης της ύλης ειλικρινή και πλήρη διάλογο με την Αθήνα με απόλυτο αλληλοσεβασμό. Να καθοριστούν οι όποιοι κοινοί στόχοι, να ξεκαθαριστούν τα μη συμπίπτοντα συμφέροντα και να τοποθετηθεί αυτή η σχέση σε μια υγιή βάση που θα κλείσει πληγές του παρελθόντος τύπου «η Κύπρος κείται μακράν» και θα δώσει προοπτική στο μέλλον των δύο χωρών. Τέλος να σημειώσω ότι θεωρώ δεδομένη τη συνομολόγηση οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας. Ο χρόνος όμως υλοποίησής της πρέπει να επιλεγεί προσεκτικά για να φέρει σε δύσκολη θέση την Άγκυρα, παρά να τη διευκολύνει στις κινήσεις της.
Σύσταση ενός Οργανισμού Συνεργασίας και Ασφάλειας Ανατολικής Μεσογείου
Οι «τριμερείς» έχουν μπει στο λεξιλόγιο μας τα τελευταία χρόνια, εμφανιζόμενες πότε ως πανάκεια και πότε ως κατάρα. Το έχουμε αυτό στην Κύπρο. Μας αρέσουν οι ακραίες τοποθετήσεις. Γνωρίζω καλά λόγω της τότε συνεργασίας μου με τον Κασουλίδη που υπήρξε ο εμπνευστής τους, τους στρατηγικούς στόχους αυτής της πολιτικής. Η πολιτική αυτή επεδίωκε να εμφανίσει την Κύπρο ως τον συνδετικό κρίκο της ΕΕ με τις γειτονικές μας χώρες. Θα την απάλλασσε από τη μονοδιάστατη εικόνα του επαίτη, που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να ζητά κατανόηση για το Κυπριακό. Θα αναδείκνυε τις άριστες σχέσεις που η Κύπρος διατηρούσε με όλες σχεδόν τις χώρες της περιοχής και θα εκμεταλλευόταν το ήδη θετικό προφίλ που απολάμβανε η Κύπρος στην περιφέρεια. Η ιδιότητά μας ως Κράτος-Μέλος της ΕΕ σε συνδυασμό με τις ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή αποτελούσε το ιδανικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη αυτής της πολιτικής.
Στην πορεία διεφάνη ότι και η Ελλάδα επιθυμούσε να παίξει έναν παρόμοιο ρόλο και η Κύπρος είδε θετικά τη διεύρυνση των συνεργασιών, αφού η όλη προσπάθεια αποκτούσε περαιτέρω βάρος. Ορθώς θεωρώ εισήχθη αυτή η πολιτική και ορθώς η Κύπρος ενεπλάκει στην όλη προσπάθεια. Η διπλωματία όμως είναι τέχνη που απαιτεί διακριτικότητα, επιμονή, υπομονή και βάθος χρόνου. Δεν προσφέρεται ως πλατφόρμα άσκησης επικοινωνιακής πολιτικής με ακροατήριο το φιλοθεάμον κοινό της Κύπρου.
Ειδικά όταν εμφανίζονται τέτοιες εικόνες και στο φιλοθεάμον κοινό της Τουρκίας ως «συμμαχίες του κακού» που στόχο έχουν τον περιορισμό της Τουρκίας και την αποστέρησή της από τη δυνατότητα να «μεγαλουργήσει». Ας παραδειγματιστούμε από τον τρόπο που κινήθηκαν Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ισραήλ ώστε να καταλήξουν στη σημαντικότατη συμφωνία εξομάλυνσης των σχέσεών τους. Η ιστορική αυτή συμφωνία αποτελεί το αποτέλεσμα μεγάλης και κοπιώδους προσπάθειας και μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας σειράς αντίστοιχων συμφωνιών του Ισραήλ με άλλες Αραβικές χώρες, όπως το Ομάν και το Μπαχρέιν.
Διαμορφώνονται πλέον οι συνθήκες για τη δημιουργία μονίμων διεθνών συνεργασιών στην περιοχή μας, ακόμα και ενός Διεθνούς Οργανισμού, που θα μπορέσουν να ενισχύσουν τη σταθερότητα και την ειρήνη στην Αν. Μεσόγειο.
Σε αυτές τις εξελίξεις η Κύπρος ως φίλη χώρα προς όλους τους εμπλεκόμενους αλλά και ως Κράτος-Μέλος της ΕΕ οφείλει να είναι, όχι μόνο παρούσα αλλά και στυλοβάτης. Ας σοβαρευτούμε λοιπόν και ας κινηθούμε μεθοδικά, αξιόπιστα και με στρατηγική στόχευση προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελώντας συνδιαμορφωτή των εξελίξεων στην περιοχή. Ας προτείνουμε εμείς την σύσταση ενός «Οργανισμού Συνεργασίας και Ασφάλειας Ανατολικής Μεσογείου» κι ας δουλέψουμε μεθοδικά ώστε να υιοθετηθεί από τα Κράτη της περιοχής μας που επιθυμούν την ειρήνη και τη σταθερότητα. Τα οφέλη για την περιοχή αλλά και τη χώρα μας θα είναι τεράστια.
Toυ Γιώργου Παμπορίδη