Μια ωρολογιακή βόμβα απειλεί το μέλλον της Ελλάδας

Οι αριθμοί κυριολεκτικά τρομάζουν. Ακόμη και για τα δεδομένα της Ευρώπης, που είναι πλέον κυριολεκτικά «Γηραιά Ήπειρος», με διάμεση ηλικία τα 42 έτη έναντι 35 της Βόρειας Αμερικής, 31 της Ασίας και… 18 της Αφρικής, ο πληθυσμός του έθνους μας απειλείται με ραγδαία συρρίκνωση τις επόμενες δεκαετίες.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις πρόσφατης έρευνας του ΙΟΒΕ, στο βασικό σενάριο των προβολών, η Ελλάδα θα υποστεί πληθυσμιακή μείωση κατά… 24% έως το 2100, σε σύγκριση με 5% κατά μέσο όρο για την Ευρωζώνη! Πάντα κατά την ίδια μελέτη, «σε ένα βασικό σενάριο, όπου οι δημογραφικές τάσεις στην Ελλάδα συγκλίνουν μόνο ελαφρά με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά η γήρανση και η πτωτική τάση του πληθυσμού παραμένουν, το 2100 αναμένεται το πραγματικό ΑΕΠ να έχει μειωθεί κατά €58 δισ. ή 31% σε σχέση με το 2019, η απασχόληση κατά 2,1 εκατομμύρια άτομα (ή 48%), τα δημοσιονομικά έσοδα κατά €14 δισ. (ή 19%) και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά περίπου €1.740 (ή 10%). Οι δημογραφικές εξελίξεις δημιουργούν πολύ σοβαρές προκλήσεις και για μια σειρά από τομείς κοινωνικής πολιτικής, όπως η υγεία, οι συντάξεις, η εκπαίδευση και η αγορά εργασίας». Μέσα από αυτούς τους αριθμούς, είναι εύκολο για κάποιον που γνωρίζει έστω και στοιχειωδώς από οικονομικά, να αντιληφθεί ότι η γήρανση και η μείωση του πληθυσμού συνδέονται άμεσα τόσο με τη μείωση του εθνικού πλούτου όσο και με το κατά κεφαλήν εισόδημα ή τον «μέσο» ατομικό πλούτο ενός εκάστου. Όμως εξίσου άμεσα με λιγότερο ποσοτικές έννοιες, όπως η ροπή προς την καινοτομία και τη δυναμικότητα, με την ευελιξία μιας οικονομίας, καθώς όσο αυξάνεται η ηλικία τόσο αυξάνονται και οι δυσκολίες παρακολούθησης και προσαρμογής στις οικονομικές, τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές στο περιβάλλον. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Στην πραγματικότητα, είναι εθνικό και αφορά ενδεχομένως και την ύπαρξη του ελληνικού έθνους. Ίσως πριν από 20-25 χρόνια, ορισμένοι (άλλοι θα τους πουν κυνικούς και άλλοι ρομαντικούς, καθότι πίστεψαν ότι οι πόλεμοι έχουν τελειώσει, χάρη στην επικράτηση των αλληλένδετων οικονομικών συμφερόντων) να εξέταζαν το θέμα μόνο από την οικονομική του πλευρά. Να έβλεπαν τότε ως «εύκολη» λύση για το όλο πρόβλημα τη μετανάστευση. Σήμερα όμως ζούμε σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Έναν κόσμο πολύ πιο βίαιο και ολοένα λιγότερο ανεκτικό. Οι προοπτικές μαζικής -και όχι επιλεκτικής και «ποιοτικής»- μετανάστευσης στην ευρύτερη περιοχή αυξάνονται, λόγω κλιματικής αλλαγής, αυξανόμενης φτώχειας και πιθανών αναταραχών. Όπως έχει δείξει η μέχρι τώρα εμπειρία, κάτι τέτοιο θα αυξήσει τις τριβές στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ευλόγως, όσο μειώνεται ο γηγενής πληθυσμός τόσο θα μεγαλώνει ο κίνδυνος σημαντικής μεταβολής των δημογραφικών αλλά και εθνογραφικών στοιχείων, εγκυμονώντας περαιτέρω κινδύνους Ενώ στο μεταξύ, η Τουρκία, με νεανικό πληθυσμό άνω των 80 εκατομμυρίων, καραδοκεί, κι ο πόλεμος στην Ουκρανία καταδεικνύει πως τα παραδοσιακά συστατικά στοιχεία εθνικής άμυνας, από τον αριθμό ανδρών υπό τα όπλα, ως την επιστράτευση και την «παλλαϊκή άμυνα», εξακολουθούν να είναι απολύτως κρίσιμα, παρά την αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας. Η εντυπωσιακή καταγραφή του δημογραφικού προβλήματος από τη μελετητική ομάδα του ΙΟΒΕ, με την υποστήριξη της τράπεζας Eurobank, αλλά και η συνολική περιγραφή των πολιτικών που θα μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι α) το ίδιο το πρόβλημα είναι γνωστό εδώ και πάρα πολλά χρόνια και β) από καμία κυβέρνηση δεν έχει υπάρξει συστηματική προσπάθεια για την τροχοδρόμηση λύσεων. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πολλές δικαιολογίες μπορεί να ακουστούν, από τις δυσκολίες της οικονομικής κρίσης και του προϋπολογισμού, τη διαταραχή λόγω πανδημίας, αλλά, κατά την άποψη του υπογράφοντος, με δεδομένη την τεράστια μακροπρόθεσμη σημασία του συγκεκριμένου θέματος, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια λίγο πιο βαθιά: Μία από τις αδυναμίες της δημοκρατίας αλλά και της ανθρώπινης φύσης γενικότερα είναι η μειωμένη «διάρκεια προσοχής» ή, αν προτιμάτε, ο βραχυχρόνιος χρονικός ορίζοντας. Για τους περισσότερους πολιτικούς, αυτή η διάρκεια προσοχής εκτείνεται κατά τη διακυβέρνησή τους, σε μία, το πολύ δύο τετραετίες. Οτιδήποτε εκτείνεται πέραν αυτού του ορίζοντα, χαρακτηρίζεται συχνά ως «καυτή πατάτα», που κάλλιστα μπορεί να αφεθεί για τους… επόμενους. Αντίστοιχα, για την κοινή γνώμη, προτεραιότητα είναι φυσικό να έχουν θέματα που καίνε άμεσα και όχι εκείνα που θα εκδηλωθούν με ένταση ίσως και μετά το τέλος της… ζωής ενός πολίτη. Ακριβώς για τους ανωτέρω λόγους, έχει ιδιαίτερη σημασία να καταστεί το δημογραφικό (υπογεννητικότητα, γήρανση κ.λπ.) εθνική προτεραιότητα, επί της οποίας θα υπάρξει διακομματική συναίνεση, με τρόπο που να διασφαλίζει ότι στον συγκεκριμένο τομέα, θα έχουμε πραγματική «συνέχεια του κράτους», ανεξάρτητα από την εναλλαγή διαφορετικών κυβερνήσεων στην εξουσία. Κάτι που δεν έχει συμβεί έως σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, η εποχή κατά την οποία μπορούσαμε να αντιμετωπίζουμε τέτοιου είδους προβλήματα με θεωρητικό τρόπο, ως φαινόμενα του μακρινού μέλλοντος που μπορεί να αντιμετωπιστούν μέσα από την αφομοίωση και την «πολυπολιτισμικότητα», φαίνεται να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Είτε θα λάβουμε έγκαιρα τα μέτρα μας ως έθνος και θα αντιμετωπίσουμε το δημογραφικό, είτε θα το βρούμε μπροστά μας. Το γεγονός όμως ότι η έρευνα κάνει την προβολή ως το έτος 2100, δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα θα αρχίσουν να εμφανίζονται τότε. Και σίγουρα δεν σημαίνει ότι οι επόμενες γενιές θα είναι σε θέση να τα αντιμετωπίσουν τότε, αν εμείς δεν αρχίσουμε να κάνουμε κάτι ουσιαστικό, σήμερα. Πηγή

Ενοίκια: Αυξήσεις «φωτιά» 8,6% το 2022 – Εκτίναξη του συνολικού κόστους στέγασης

Αντριάνα Βασιλά
Φωτιά έχουν πάρει οι τιμές ενοικίων των διαμερισμάτων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της Ελλάδας από το 2019 μέχρι και το πρώτο δίμηνο του 2022, οι οποίες σε πολλές περιοχές αγγίζουν ακόμη και το 50%. Συγκεκριμένα, στο κέντρο της Αθήνας οι τιμές ενοικίασης έχουν αυξηθεί κατά 20%-30% κατά μέσον όρο, ενώ στις περιοχές εκτός του κέντρου η αντίστοιχη άνοδος εκτιμάται ότι κινήθηκε πέριξ του 10% – 15%. Μάλιστα σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, οι ζητούμενες τιμές ενοικίων στην Κυψέλη από το 2019 μέχρι το 2022 αυξήθηκαν κατά 16,67%, ενώ στο Παγκράτι κατά 34,62% και στην Πλατεία Βικτωρίας κατά 20,45%. Στο Γαλάτσι οι τιμές ενοικίασης αυξήθηκαν κατά 46,67%, στην Καισαριανή 24,53% και στου Ζωγράφου κατά 19,57%. Στην Ανάβυσσο οι τιμές των ακινήτων σκαρφάλωσαν κατά 39,47%, ενώ στον Ωρωπό και τη Σαρωνίδα κατά 43,18% και 33,33% αντίστοιχα. Τις υψηλότερες αυξήσεις στα ενοίκια, της τάξης του 50%, σημείωσαν οι τιμές των ακινήτων στα Σπάτα, στις Αφίδνες, στην Ελευσίνα, στην Αρτέμιδα και στην Πλατεία Κολιάτσου. Σημαντικό είναι όμως να αναφερθεί ότι οι τιμές αυτές εκτοξεύθηκαν ακόμη περισσότερο μέσα στο 2022 σύμφωνα και με τα προσωρινά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στα οποία καταγράφεται περαιτέρω άνοδος στις τιμές των διαμερισμάτων σε όλη τη χώρα το πρώτο τρίμηνο του 2022. 10,3% επάνω τα καινούργια Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το πρώτο τρίμηνο του 2022 οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) ήταν κατά μέσον όρο αυξημένες κατά 8,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021. Για το 2021 οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,4% (αναθεωρημένα στοιχεία), έναντι αύξησης 4,5% το 2020. Πιο αναλυτικά, η αύξηση των τιμών το πρώτο τρίμηνο του 2022 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 ήταν 10,3% για τα νέα διαμερίσματα, δηλαδή ηλικίας έως 5 ετών, και 7,4% για τα παλαιά, δηλαδή ηλικίας άνω των 5 ετών. Με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία για το 2021, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών για τα νέα διαμερίσματα ήταν 7,9%, έναντι αύξησης 4,9% το 2020, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης για τα παλαιά διαμερίσματα ήταν 7,0% το 2021, έναντι αύξησης 4,2% το 2020. Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει ότι η αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων το πρώτο τρίμηνο του 2022 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 ήταν 9,7% στην Αθήνα, 8,3% στη Θεσσαλονίκη, 8,2% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 6,4% στις λοιπές περιοχές της χώρας. Για το σύνολο του 2021 η αύξηση των τιμών στις ίδιες περιοχές σε σχέση με το 2020 ήταν 9,4%, 7,2%, 5,7% και 4,8% αντίστοιχα (αναθεωρημένα στοιχεία). Τέλος, για το σύνολο των αστικών περιοχών της χώρας, το πρώτο τρίμηνο του 2022 οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2021 κατά 9,2%, ενώ για το 2021 η μέση ετήσια αύξηση διαμορφώθηκε στο 7,8% (αναθεωρημένα στοιχεία). Για στέγη πάνω από 40% του συνολικού εισοδήματος Πλέον το κόστος στέγασης έχει εκτιναχθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα και λόγω της ενεργειακής κρίσης, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις ενοικιαστών που τα κοινόχρηστα για τον Δεκέμβριο 2021 άγγιξαν ακόμη και τα 210 ευρώ με κοινόχρηστη θέρμανση για 85 τ.μ. κατοικία. Πιο συγκεκριμένα, περίπου το 25% του μισθώματος για μισθώματα των 800 ευρώ τον μήνα ή/και το 40% του μισθώματος αν πρόκειται για μίσθωμα της τάξεως των 500 ευρώ τον μήνα – κυρίως μισθωτήρια προ του 2017. Επισήμανση για τη ραγδαία αύξηση των ενοικίων στη χώρα μας είχε κάνει το ΔΝΤ το καλοκαίρι του 2021, αναφέροντας ότι, σε 14 από τις 17 αναπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που μελέτησε, οι περισσότεροι από τους μισούς ενοικιαστές με χαμηλό εισόδημα πλήρωναν ως μίσθωμα ποσό που ήταν πολύ κοντά στο όριο του 40% του εισοδήματός τους. Η χώρα μας μάλιστα συγκαταλέγεται στις χώρες όπου το ποσοστό αυτό είναι οριακά άνω του 40%. Εν τω μεταξύ η νέα έρευνα της Eurostat για το έτος 2019 κατατάσσει πρωταθλήτρια την Ελλάδα – πρώτη με διαφορά ανάμεσα σε χώρες της Ευρώπης, όπου οι ενοικιαστές δαπανούν άνω του 50% του εισοδήματός τους για το κόστος στέγασης (ενοίκιο, λογαριασμούς κοινής ωφελείας, κοινόχρηστα). Με βάση τα στοιχεία το 62,1% των ενοικιαστών στη χώρα μας δαπανά άνω του 50% του εισοδήματός του για το κόστος στέγασης, όταν το αντίστοιχο ποσοστό ενοικιαστών στη Ρουμανία είναι 29,4%, στην Ισπανία 26,2%, στη Βουλγαρία 24,2%, στην Πορτογαλία 14,5%, στη Γερμανία 10%, στη Γαλλία 8,6% και στην Κύπρο μόλις 4,4%. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα στοιχεία της E-Real Estates, τα οποία επισημαίνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ενοικιαστές δαπανούν ακόμη και έναν ολόκληρο μισθό για στέγαση. Κίνητρα για την οικοδομή Την ίδια ώρα έχει παγώσει η ανοικοδόμηση όσο συνεχίζεται το ράλι τιμών στα οικοδομικά υλικά ακίνητων σε ολόκληρη την Ελλάδα, ενώ οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των οικοπέδων έχουν εκτοξεύσει ακόμη περισσότερο το κόστος κατασκευής. Έτσι πλέον στην αγορά διατίθενται λίγα και ακριβά ακίνητα, καθώς πολλές οικοδομικές επιχειρήσεις, λόγω των ανεξέλεγκτων ανατιμήσεων, κράτησαν στάση αναμονής και προχώρησαν σε μικρή αναβολή της έναρξης εργασιών νέων οικοδομών, ελπίζοντας ότι θα ξεκαθαρίσει το τοπίο. Υπό το βάρος αυτή της εξέλιξης το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει δύο πολύ σημαντικές φοροελαφρύνσεις και συγκεκριμένα πάγωμα του ΦΠΑ που ισχύει – προσωρινά – για τα νεόδμητα ακίνητα και έκπτωση φόρου για όσους προχωρούν σε ανακαίνιση. Οι παρατάσεις αυτές θεωρείται ότι θα δώσουν επιπλέον κίνητρα σε όσους σχεδιάζουν να αναβαθμίσουν την κατοικία τους ή ακόμα να αγοράσουν και καινούργια. Παράλληλα, θεωρείται και μια πρώτης τάξεως πηγή εσόδων για το κράτος λόγω του ευρύτερου τζίρου που θα δημιουργηθεί στην οικοδομή και την κτηματαγορά. Εκτός από τον τουρισμό, η κυβέρνηση έχει ποντάρει πολλά στην οικοδομή, που όχι μόνο είχε ζεσταθεί για τα καλά, αλλά έως πρότινος είχε αρχίσει να αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στην ανάκαμψη της οικονομίας. Γι’ αυτό σχεδιάζει να παρατείνει τον μηδενικό ΦΠΑ στα νεόδμητα για τα επόμενα χρόνια αλλά και τα φοροκίνητρα στις εργασίες ανακαίνισης. Εκτιμάται ότι έτσι θα δοθεί ένα ακόμα «σπρώξιμο» σε όσους θέλουν να «βάλουν χέρι» στις αποταμιεύσεις τους για να επενδύσουν στις συνθήκες διαμονής τους. Ακόμα και σε δύσκολες εποχές τα ακίνητα συνεχίζουν να προσελκύουν το επενδυτικό ενδιαφέρον, αφού εν μέσω πανδημίας η οικοδομή κρατήθηκε ζωντανή: από τον Ιανουάριο του 2020 έως και τον Οκτώβριο του 2021, δηλαδή μέσα στην υγειονομική κρίση, εκδόθηκαν 38.237 οικοδομικές άδειες. Εξάλλου το τελευταίο διάστημα οι μεταβιβάσεις ακινήτων είχαν πάρει φωτιά λόγω φορολογικών κινήτρων, καθώς υποβάλλονται σε καθημερινή βάση τουλάχιστον 500 αιτήσεις στην ηλεκτρονική πλατφόρμα «my property». Εντυπωσιακά είναι και τα στοιχεία για την περσινή χρονιά. Το 2021 οι μεταβιβάσεις στην Αττική κατέγραψαν αύξηση της τάξεως του 16% σε σύγκριση με το 2020. Πηγή:topontiki.gr