Κεφάλαιο 1
Σύμβαση εξαρτημένη εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν κατά τους όρους της σχετικής συμφωνίας ο εργαζόμενος και ο εργοδότης αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας του εργαζομένου, οι δε παρεχόμενες από τον συμβληθέντα εργοδότη οδηγίες, αναφορικά με τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο της παροχής της, είναι δεσμευτικές για τον εργαζόμενο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τις ακολουθεί και να δέχεται την άσκηση ελέγχου για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές και της επιμελούς γενικά εκτελέσεως της εργασίας. Με άλλα λόγια κύριος σκοπός της σύμβασης εργασίας είναι η παροχή εργασίας από τον εργαζόμενο, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, ότι σε αυτό αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι και αυτό το στοιχείο την διαφοροποιεί από άλλα ήδη συγγενών συμβά- σεων. Να γίνει σαφές από την αρχή ότι οι κανόνες της εργατικής νομοθεσίας εφαρμόζονται μόνο επί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου
Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου
Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι από πλευράς διάρκειας, αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Αορίστου είναι η σύμβαση όταν, οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η διάρκεια αυτή συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Επίσης αορίστου είναι η σύμβαση όταν εξαρτάται από την επέλευση γεγονότος μέλλοντος και αβέβαιου (διαλυτική αίρεση).
Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου
Ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση, όταν οι συμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει ότι η σύμβαση θα έχει ορισμένη διάρκεια. Η ορισμένη διάρκεια μπορεί να συνάγεται και από το είδος ή το σκοπό της εργασίας. Η σύμβαση παύει αυτοδικαίως με την πάροδο του ορισμένου χρόνου, χωρίς να απαιτείται καταγγελία ή προειδοποίηση ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια από τα μέρη.
- Με το άρθρο 41 Ν. 3986/2011, επιτρέπεται η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Οι συμβάσεις αυτές μπορούν να ανανεώνονται διαρκώς, υπό την προϋπόθεση να μη μεσολαβεί μεταξύ της μιας σύμβασης με την επόμενη, χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 45 ημερών.
Εφόσον αποδειχτεί πως δεν υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι που να δικαιολογούν την σύμβαση ορισμένου χρόνου, τότε εάν η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει συνολικά τα 3 χρόνια απασχόλησης, συμπεραίνεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των 3 ετών ο αριθμός των ανανεώσεων διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις 3, επίσης τεκμαίρεται (το βάρος απόδειξης δηλαδή του αντιθέτου μεταφέρεται στον εργοδότη) ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης επομένως και σε αυτήν την περίπτωση μπορεί ο εργαζόμενος να ζητήσει τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του σε αορίστου χρόνου.
- Αντικειμενικοί λόγοι προκύπτουν από τη μορφή και το είδος της δραστηριότητας της επιχείρησης. Ενδεικτικοί αντικειμενικοί λόγοι, όπως αναφέρει ο νόμος είναι:
α) Η προσωρινή αναπλήρωση εργαζομένου,
β) Η εκτέλεση εργασιών περιοδικού χαρακτήρα γ) Η προσωρινή σώρευση εργασίας
δ) Η εκπαίδευση ή κατάρτιση, του συμβασιούχου με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασής του σε συναφή απασχόληση.
ε) Η πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος
- «Διαδοχικές» θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 45 ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες. Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων, στην έννοια του όρου «ίδιου εργοδότη» περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου.
- Εφόσον δεν προκύπτει αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί την απεριόριστη ανανέωση της σύμβασης ορισμένου χρόνου και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων υπερβαίνει συνολικά τα 3 χρόνια, τότε τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης οπότε και η επιχείρηση υποχρεούται να μετατρέψει την σύμβαση σε αορίστου χρόνου.
- Ο νόμος επίσης ορίζει, ότι θα πρέπει να υπάρχει γραπτή συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου στην οποία να αναφέρονται οι λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση της σύμβασης. Αντίγραφο της σύμβασης αυτής θα πρέπει να επιδίδεται στον εργαζόμενο. Η έγγραφη συμφωνία ωστόσο δεν είναι απαραίτητη, όταν η ανανέωση της σύμβασης έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 10 εργάσιμων ημερών.
Συγγενείς συμβάσεις
Άλλα είδη, που εμφανίζονται συχνά στην εργασιακή καθημερινότητα είναι:
Α) Σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών
Σύμβαση ή μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του, έναντι αμοιβής, σε άλλο πρόσωπο, χωρίς όμως να δεσμεύεται για τον τόπο που θα παρέχει τις εργασίες του ή για τον τρόπο και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για την επίτευξη του αποτελέσματος. Και στη σύμβαση αυτή η διάρκεια μπορεί να ορίζεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η καταβολή της αμοιβής να προσδιορίζεται με ελεύθερη συμφωνία, χωρίς να εφαρμόζο- νται οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ή οι Διαιτητικές Αποφάσεις του Ν. 1876/1990, χωρίς τις πρόσθετες υποχρεώσεις του εργοδότη για παροχή άδειας, επιδομάτων αδείας και εορτών και χωρίς την υποχρέωση ασφάλισης του αντισυμβαλλομένου σε φορέα ασφάλισης εργαζομένου.
Β) Σύμβαση έργου
Σύμβαση έργου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος το οποίο και επιφέρει αυτομάτως τη λύση της σύμβασης. Δεν υπάρχει υποχρέωση του κυρίου του έργου (εργοδότης) για εξασφάλιση της εργασίας του αντισυμβαλλομένου (εργολάβος), οι εξ αυτής σχέσεις δεν υπάγονται στην εργατική νομοθεσία και δεν υπάρχει υποχρέωση ασφάλισης των αντισυμβαλλομένων, οι οποίοι εργάζονται για προσωπικό όφελος, για τον εαυτό τους δηλαδή, και προς το σκοπό απόκτηση κέρδους και όχι μισθού.
- Η σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως και να γνωστοποιείται μέσα σε 15 ημέρες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, αλλιώς τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
- Ακόμα όμως και αν γνωστοποιηθεί εντός 15μέρου, αν η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη, για εννέα συνεχείς μήνες, όπως και αν έχουν ονομάσει τη σύμβαση τα μέρη, ακόμα δηλαδή και αν ο εργαζόμενος έχει υπογράψει σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου, η συνεχής επί 9 μήνες απασχόληση, υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, κάτι το οποίο επιφέρει όλες τις συνέπειες που προβλέπει η εξαρτημένη εργασία (αποδοχές, άδειες, επιδόματα, αποζημίωση.) Το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανταποδείξει, στα δικαστήρια, ο εργοδότης (αρθ. 1 Ν.3846/10) .
Γ) Σύμβαση εντολής
Σύμβαση εντολής υπάρχει όταν ο ένας από τους συμβαλλομένους αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις που του αναθέτει ο άλλος. Στη σύμβαση αυτή δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής μισθού ή αποζημίωσης. Μπορεί όμως να συμφωνηθεί η κάλυψη των δαπανών και η αμοιβή του εντολοδόχου, οπότε συντρέχει περίπτωση έμμισθης εντολής.
Υπάλληλος- Εργατοτεχνίτης ( κριτήρια διαχωρισμού)
- Πρέπει να γνωρίζουμε για την κάθε ειδικότητα, αν ανήκει στους υπαλλήλους ή στους εργάτες, γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά, κατά κύριο λόγο πια, στην αποζημίωση απόλυσης.
Αποκλειστικό κριτήριο για το αν ο εργαζόμενος χαρακτηρίζεται ως υπάλληλος ή ως εργάτης αποτελεί το είδος της προσφερόμενης εργασίας και όχι το πώς χαρακτηρίζονται στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ή στις ατομικές συμβάσεις εργασίας. Βέβαια μπορεί να συμφωνηθεί ότι και επί εργατών θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που αφορούν τους υπαλλήλους, οι οποίες είναι ευνοϊκότερες για τον εργαζόμενο.
- Για το πότε ένας εργαζόμενος χαρακτηρίζεται ως υπάλληλος ή ως εργατοτεχνίτης υπάρχουν δύο κριτήρια, το ουσιαστικό και το τυπικό.
Όσον αφορά το τυπικό κριτήριο ο ίδιος ο νόμος προσδιορίζει την ιδιότητα ορισμένων εργαζομένων ως υπαλλήλων. Ενδεικτικά σύμφωνα με διατάξεις νόμων υπάλληλοι είναι το υγειονομικό προσωπικό, οι δημοσιογράφοι, οι βοηθοί φαρμακείων, οι εφημεριδοπώλες, οι ηλεκτρολόγοι- μηχανολόγοι, οι ξεναγοί, οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι φυσιοθεραπευτές, οι ψυκτικοί, οι πολιτικοί μηχανικοί κλπ.
- Όσον αφορά το ουσιαστικό κριτήριο, υπάλληλοι θεωρούνται οι εργαζόμενοι που κατά κανόνα παρέχουν πνευματική εργασία. Αυτό σημαίνει ότι έχουν θεωρητικές γνώσεις, εξειδικευμένη εμπειρία και κατά την εργασία τους αναλαμβάνουν ευθύνες και παίρνουν πρωτοβουλίες. Πολλές από τις συλλογικές συμβάσεις έχουν προσδιορίσει ακριβώς τις ειδικότητες που εντάσσονται στην υπαλληλική ιδιότητα.
- Εργατοτεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που παρέχουν χειρονακτική και σωματική εργασία. Σε αυτήν την κατηγορία διακρίνουμε τους τεχνίτες που παρέχουν εξειδικευμένη εργασία, τους ανειδίκευτους και τους μαθητευόμενους ή βοηθούς.
- Η διάκριση αυτή μεταξύ υπαλλήλων – εργατοτεχνιτών βασικά έχει να κάνει με την αποζημίωση τους σε περίπτωση απόλυσης τους ή εξόδου τους από την εργασία για συνταξιοδότηση. Ο τρόπος πληρωμής δεν είναι αυτός που διακρίνει τους εργαζόμενους, ούτε είναι αυτός που μπορεί να προσδιορίσει την ιδιότητα τους. Κατά κανόνα όμως οι υπάλληλοι αμείβονται με μηνιαίο μισθό ενώ οι εργατοτεχνίτες με ημερομίσθιο.
Πολλές φορές εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να προσφύγουν στα πολιτικά δικαστήρια προκειμένου να λύσουν τις διαφορές τους με τους εργοδότες για την υπαλληλική ή μη ιδιότητα τους.
Τα δικαστήρια, με πλήθος δικαστικών αποφάσεων, έχουν κρίνει ότι θεωρούνται υπάλληλοι, ενδεικτικά και μόνο, ο αρχιμάγειρας, η πωλήτρια ανθοπωλείου, ο τεχνικός αποθήκης που απασχολείται αποκλειστικά με την αναγνώριση των υλικών που φυλάσσονται στις αποθήκες, μηχανικός συντηρητής, προϊστάμενος εργατών σε εργοστάσιο, αποθηκάριος που τηρεί βιβλία αποθήκης, αρχιμουσικός, αρχιτεχνίτης με θεωρητική γνώση, διερμηνέας, εισπράκτορας, ζωγράφος, ηθο- ποιός, διπλωματούχος θερμαστής, λιθογράφος κλπ.
Αντίστοιχα έχουν κρίνει ότι χαρακτηρίζονται ως εργατοτεχνίτες, επίσης ενδεικτικά και μόνο, οι καθαρίστριες νοσοκομείων, οι αποθηκάριοι που δεν τηρούν βιβλία ή άλλα παραστατικά, αρχιεργάτες απασχολούμενοι δευτερευόντως σε υπαλληλικής φύσης εργασίες, αρχιτεχνίτες χωρίς
θεωρητική γνώση εργαζόμενοι χειρωνακτικά, βοηθοί λιθογράφων, διανομείς άρτων, διαλύτες τυπογραφείων, μεταφορείς εμπορευμάτων, πιεστές λιθογράφων, φύλακες, θυρωροί κλπ.
Πρόσληψη εργαζομένων
Η ημερομηνία πρόσληψης του εργαζομένου θεωρείται η πρώτη μέρα που προσήλθε για εργασία. Από αυτή τη μέρα αρχίζει η αμοιβή του και η ασφάλιση του.
Η αναγγελία της πρόσληψης υποβάλλεται, πλέον, ηλεκτρονικά, από τον εργοδότη, και η υποβολή λαμβάνει χώρα το αργότερο έως και την ίδια ημέρα της πρόσληψης και πάντως πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο. Οι νέοι εργοδότες, οι οποίοι προβαίνουν σε πρόσληψη για πρώτη φορά, μπορούν να αναγγείλουν την πρόσληψη εντός τριών εργάσιμων ημερών από την πρόσληψη, αφού προηγουμένως έχουν απογραφεί στην αρμόδια Υπηρεσία του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Η μη αναγγελία δεν θίγει το κύρος της πρόσληψης, αλλά έχει μόνο διοικητικές κυρώσεις για τον εργοδότη.
Λύση της σύμβασης εργασίας (απόλυση)
Λύση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου
Η σύμβαση των εργαζομένων που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, λύεται, σχεδόν αποκλειστικά, με καταγγελία.
Για να είναι έγκυρη η απόλυση ο εργοδότης πρέπει:
- Να καταγγείλει με έγγραφο τη σύμβαση και να την υπογράψει ο εργαζόμενος ή διαφορετικά να την κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή στο σπίτι του.
- Να καταβάλει στον εργαζόμενο τη νόμιμη αποζημίωση ή αν δεν τη δέχεται να καταθέσει το ποσό της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στο όνομα του εργαζόμενου και να κοινοποιήσει το σχετικό γραμμάτιο παρακαταθήκης στον εργαζόμενο .
- Να έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ΙΚΑ μισθολόγια
Ο εργαζόμενος αν έχει αμφιβολίες για την εγκυρότητα της απόλυσης ή αν δεν την αποδέχεται μπορεί:
- Να μην την υπογράψει, οπότε θα του κοινοποιηθεί στο σπίτι με δικαστικό επιμελητή και τα χρήματα της αποζημίωσης θα τα εισπράξει από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και αν δεν υπάρχει Υπηρεσία του Ταμείου, από τον πράκτορα της Τράπεζα της Ελλάδος που λειτουργεί στο Δημόσιο Ταμείο της περιοχής.
- Να την υπογράψει με επιφύλαξη για διεκδίκηση κάθε νόμιμου δικαιώματος του.