Οι λόγοι της κοινωνικής αδράνειας ποικίλλουν, όπως έχω αναφέρει σε σειρά άρθρων μου, από τη χειραγώγηση, την οικονομική εξάρτηση μέχρι την έλλειψη μιας νέας ιδεολογίας στην οποία θα αναφερθώ στο παρόν άρθρο.
Η πολιτική ζωή στην Ελλάδα έχει «τσιμενταριστεί» από τα κόμματα. Οι Έλληνες, πολλές φορές από την εφηβική τους ηλικία, γίνονταν ( και γίνονται) μέλη κομμάτων. Ως μέλη κόμματος μαθαίνουν να πειθαρχούν και να πιστεύουν τυφλά στην όποια ιδεολογία, αρχηγό κτλ. Αυτού του τύπου η πολιτική κοινωνικοποίηση (κοινώς «πλύση εγκεφάλου») αντιστέκεται στην αλλαγή και είναι ανεκτική στα λάθη του «αρχηγού» ακόμα και εάν τα άτομα είναι άκρως δυσαρεστημένα από μία κατάσταση, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία οκτώ χρόνια της κρίσης.
Η κομματική πλύση εγκεφάλου διασφαλίζει έτσι τη σταθερότητα του συστήματος, η οποία και ενισχύεται λόγω της επίδρασης των κομμάτων σε όλη τη σφαίρα του επαγγελματικού, ακαδημαϊκού και κοινωνικού βίου στην Ελλάδα.Συνεπώς, όσο η πολιτική κουλτούρα αυτού του τύπου δεν αλλάζει, τόσο το υπάρχον πολιτικό σύστημα παραμένει σταθερό και τόσο θα αποκλείεται η όποια αλλαγή της κατάστασης.
Η κρίση όμως επέτυχε ένα ρήγμα στην υπάρχουσα κομματοκρατία και γενικότερα στο πολιτικό σύστημα. Οι επαγγελματίες πολιτικοί δεν χαίρουν εκτίμησης γιατί αποδείχθηκαν ανίκανοι για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο μέσος Έλληνας, προβλήματα που εν πολλοίς οι ίδιοι δημιούργησαν και εξακολουθούν να δημιουργούν. Το πολιτικό σύστημα έχασε την κυριαρχία που ασκούσε παλαιότερα στην κοινωνία και πλέον αμφισβητείται.
Το ρήγμα όμως μεταξύ των πολιτικών και της κοινωνίας δεν έχει οδηγήσει ακόμα σε χάσμα και για ένα άλλο λόγο που δεν είναι παρά το ότι το μεγαλύτερο μέρος της διανόησης εξακολουθεί να υποστηρίζει την υπάρχουσα αλλά και διεθνή οικονομική ελίτ γι’αυτό και οι αντιδράσεις για την κρίση από πανεπιστημιακούς, επώνυμους διανοητές κοκ είναι υπέρ της διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης (στάση περί μονόδρομου και μη ύπαρξης εναλλακτικής λύσης ή στρέβλωση της παρουσίασης της όποιας εναλλακτικής λύσης ως «γραφικής» και παρουσιάζοντας ως «γραφικούς» όλους όσους την υποστηρίζουν). Όσοι διανοούμενοι δεν εμφανίζονται φανερά υπέρ της διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης τότε τηρούν μία «περίεργη» σιωπή.
Ένας άλλος λόγος για την αδράνεια του καναπέ είναι η παντελής έλλειψη μίας διαφορετικής/ εναλλακτικής ιδεολογίας και δράσης η οποία να είναι συγκροτημένη σε ένα συνεκτικό σχέδιο θεωρίας και πράξης. Οι νέες ιδεολογίες συνήθως προκύπτουν μετά από μία περίοδο αποπροσανατολισμού, όπως είναι αυτή που διανύουμε αλλά προϋποθέτουν διανοούμενους που δεν εξυπηρετούν την υπάρχουσα οικονομική ελίτ, διανοούμενους που όχι μόνο θα ασκήσουν κριτική στο υπάρχον σύστημα αλλά θα προτείνουν μία εναλλακτική ιδεολογία που θα εμπεριέχει το μήνυμα της ελπίδας, θα ενισχύσει τη συνεκτικότητα του κόσμου και θα κινητοποιήσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Δυστυχώς, αυτό που έχουμε δει προς το παρόν από ένα τμήμα της διανόησης που αντιδρά, είναι κάποια πρωτόλεια σχέδια εξόδου από την κρίση με κάποιες προτάσεις για την οικονομία που σε καμία όμως περίπτωση δεν είναι ολιστικές και σίγουρα δεν αποτελούν τμήμα καμίας νέας ιδεολογίας.
Οι λόγοι που αναφέρθηκαν προσθέτουν ακόμα ένα κομματάκι στο παζλ της αδράνειας του καναπέ των Ελλήνων. Το παζλ αυτό βασίζεται στην οικονομική εξάρτηση της χώρας ήδη από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, εξάρτηση που,όπως παρατηρούμε, δημιουργεί συγκεκριμένα χαρακτηριστικά υποταγής στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Zenovia, A. Sochor. Revolution and Culture.The Bogdanov-Lenin Controversy. London: CornellUniversity Press.
Eric Hoffer. The True Believer. Modern Classics. Harper Perennial.
Υπάρχει καλός και κακός κόσμος. Στον καλό κόσμο, οι σοσιαλιστές αυξάνουν τους φόρους για να χρηματοδοτήσουν αύξηση των δαπανών, ενώ οι φιλελεύθεροι μειώνουν τις δαπάνες του κράτους για να μπορέσουν να μειώσουν τους φόρους. Στον κακό κόσμο, οι σοσιαλιστές αυξάνουν τις δαπάνες χωρίς όμως να αυξήσουν τους φόρους, ενώ οι φιλελεύθεροι μειώνουν τους φόρους χωρίς να μειώσουν τις δαπάνες. Η διαφορά μεταξύ καλού και κακού κόσμου δεν είναι ιδεολογική. Είναι μια κυβερνητική αξία, μια πολιτική αρετή, που στη χώρα μας ευδοκίμησε ελάχιστα: η δημοσιονομική υπευθυνότητα. Και στην περίοδο της χρεοκοπίας, που αποκαλούμε «κρίση», μάθαμε όλοι ότι δεν χρεοκοπήσαμε επειδή ασκήθηκαν φιλελεύθερες ή σοσιαλιστικές συνταγές διακυβέρνησης αλλά επειδή υπήρξε ένα ευρύ, βαθύ και διαχρονικό έλλειμμα δημοσιονομικής υπευθυνότητας.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς μπορούμε να ποσοτικοποιήσουμε τις επιδόσεις των ελληνικών κυβερνήσεων στην κλίμακα της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Είναι δύσκολο να προκύψει εύληπτη και ξεκάθαρη εικόνα της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών. Τη θολώνουν μεγέθη όπως οι τόκοι, οι αμυντικές δαπάνες, οι δημόσιες επενδύσεις, τα έκτακτα έσοδα (αποκρατικοποιήσεις π.χ.), αλλά και έκτακτα έξοδα (ολυμπιακά έργα π.χ.). Διαμορφώνονται έτσι τα τελικά μεγέθη των δημόσιων οικονομικών με τρόπο που παύουν να είναι αντιπροσωπευτικά και συγκρίσιμα. Υπάρχει, ωστόσο, ένας δείκτης που μπορεί να κάνει τη δουλειά, να δείξει με απλό και αξιόπιστο τρόπο τη δημοσιονομική ανευθυνότητα/υπευθυνότητα των κυβερνήσεων.
Η ερμηνεία των μεταβολών του δείκτη
Από τα δημόσια οικονομικά μπορούμε να απομονώσουμε εκείνες τις δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης που αφορούν μισθούς και κοινωνικές παροχές (συντάξεις, υγεία, πρόνοια) και εκείνα τα έσοδα που αφορούν φόρους (άμεσους και έμμεσους) και ασφαλιστικές εισφορές1. Ορίζουμε ως Δείκτη Δημοσιονομικής Υπευθυνότητας (ΔΔΥ) το λόγο των προαναφερθέντων εσόδων προς τις δαπάνες. Η απόλυτη τιμή του δείκτη δεν έχει μονοσήμαντη ερμηνεία, διότι δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη τιμή του ΔΔΥ ως «ενδεδειγμένη». Οι μεταβολές του δείκτη, όμως, έχουν ξεκάθαρη ερμηνεία. Όταν ο Δείκτης Δημοσιονομικής Υπευθυνότητας μειώνεται, σημαίνει πως η κυβέρνηση αυξάνει τις παροχές προς τους πολίτες χωρίς να φροντίζει για την αντίστοιχη αύξηση των τακτικών εσόδων που θα χρηματοδοτήσουν τις αυξημένες παροχές. Και μεταφέρει έτσι το σχετικό βάρος στις επόμενες κυβερνήσεις και στις επόμενες γενιές. Η κυβέρνηση που αυξάνει τις δαπάνες του κράτους για μισθούς, συντάξεις και πρόνοια περισσότερο απ’ όσο αυξάνει τους φόρους, μπορεί να ειπωθεί πρόσκαιρα «φίλη του λαού», οπωσδήποτε πάντως είναι λιγότερο υπεύθυνη δημοσιονομικά.
Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της Eurostat2 (εδώ) -αξιόπιστα και συγκρίσιμα αλλά, δυστυχώς, περιορίζονται στην 20ετία 1995-2014- μπορεί κανείς να δημιουργήσει το παρακάτω γράφημα για τον ΔΔΥ. Στον προσεκτικό αναγνώστη που γνωρίζει πως το ελληνικό κράτος ήταν συστηματικά λιγότερο ή περισσότερο ελλειμματικό, υπενθυμίζω ότι στο γράφημα τα έσοδα υπερισχύουν των δαπανών, διότι για τον υπολογισμό του ΔΔΥ έχουν εξαιρεθεί πολλές δαπάνες του κράτους (λειτουργικά έξοδα, αμυντικές δαπάνες, δημόσιες επενδύσεις κ.α.).
Αυτό το γράφημα αφηγείται πολλά για τη χώρα μας: πως υπήρξε μία περίοδος (η 1η τετραετία Σημίτη), κατά την οποία έγιναν προσπάθειες σχετικού νοικοκυρέματος, στα πλαίσια της επίτευξης των στόχων για την ένταξη στην Ευρωζώνη. Τότε ο ρυθμός αύξησης των δαπανών για μισθούς και κοινωνικές παροχές ήταν χαμηλότερος από τον ρυθμό αύξησης των τακτικών φορολογικών εσόδων του κράτους. Τη 2η τετραετία Σημίτη, όμως, αυτή η προσπάθεια «πήγε περίπατο», συνοδευόμενη από τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση. Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική υπευθυνότητα ήταν μια φωτεινή εξαίρεση, μια μόνο στιγμή της ιστορίας μας. Μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη χαλαρώσαμε πάλι. Συνολικά η οκταετία Σημίτη παρέλαβε τη χώρα με ΔΔΥ 1,26 και τον παρέδωσε με 1,25, ουσιαστικά δηλαδή όσο αύξησε τις παροχές προς του πολίτες τόσο αύξησε και τα τακτικά έσοδα του κράτους.
Το γράφημα αφηγείται, επίσης, πως υπήρξε μια μαύρη διετία (2008-2009), κατά την οποία ο ΔΔΥ μειώθηκε απότομα από το 1,18 στο 0,97. Μετά τη μαύρη διετία ακολούθησε μια πενταετία (μνημονίων) με έντονα ανοδική πορεία του ΔΔΥ αλλά αυτό οφείλεται μάλλον σε έξωθεν παρέμβαση και αναγκαστικούς παράγοντες παρά σε κρίση υπευθυνότητας του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Είναι δε αξιοσημείωτο πως χρειάστηκαν 5 χρόνια σκληρής λιτότητας και περικοπών (2010-2014) για να επιστρέψει ο ΔΔΥ στα επίπεδα του 2007!
Όποιος γνωρίζει πώς παρέλαβε και πώς παρέδωσε τη χώρα στο δημοσιονομικό πεδίο ο Κώστας Καραμανλής, εντυπωσιάζεται από το μέγεθος της δημοσιονομικής ανευθυνότητας. Παρέλαβε μια χώρα (2003) με δαπάνες 47 δισ.€ για μισθούς και κοινωνικές παροχές και έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές 58 δισ.€ και παρέδωσε μια χώρα με δαπάνες 80 δισ.€ και μόλις 77 δισ.€ έσοδα (2009). Ήταν ο ΔΔΥ στο 1,25 το 2003 και το 2009 έπεσε κάτω από το 1 στο 0,97. Δηλαδή, σε 5μιση χρόνια αύξησε τη δαπάνη για μισθούς και κοινωνικές παροχές 28% περισσότερο απ’ ότι αύξησε τα τακτικά έσοδα του κράτους. Παρέδωσε ένα κράτος, στο οποίο όλα τα έσοδα από φόρους και εισφορές δεν επαρκούσαν για τις δαπάνες μισθών και κοινωνικών παροχών- ούτε λόγος για περίσσευμα που θα χρηματοδοτούσε τα λειτουργικά έξοδα του κράτους, τις αμυντικές δαπάνες, τις δημόσιες επενδύσεις.
Το γράφημα και ο δείκτης ΔΔΥ βοηθά να διαπιστώσουμε και μια λεπτομέρεια της διακυβέρνησης Καραμανλή: τα πρώτα χρόνια (2004-2007) απλώς διατήρησε ένα «γενναιόδωρο κράτος» σε επίπεδα λίγο υψηλότερα εκείνων που παρέλαβε. Μετά όμως (2008-2009) έσπασαν τα φρένα, η πορεία έγινε ανεξέλεγκτη, το όχημα πορεύθηκε ακυβέρνητο.
Θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει ελαφρυντικά στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή; Στο κάτω κάτω την πεπατημένη ακολούθησε: αυξήσεις, συντάξεις, διορισμοί. Ίσως ακόμη και ότι επί πρωθυπουργίας του ξέσπασε η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση. Όσα ελαφρυντικά όμως κι αν του αναγνωρίσουμε, είναι τεκμήρια εντυπωσιακά μειωμένης ευθύνης. Είναι ο Πρωθυπουργός που αγνόησε όλα τα σημάδια, μεγέθυνε και διαχειρίστηκε με τραγικό τρόπο την κρίση, αλλοίωσε τα στοιχεία και, όταν δεν υπήρχε άλλος χρόνος και τρόπος υπεκφυγής, παρέδωσε τη δημοσιονομική βόμβα στους επόμενους και κρύφτηκε. Μπροστά στην κρίση του 2008
Στο γράφημα φαίνεται πώς αντιμετώπισε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 η κυβέρνηση Καραμανλή: Όσα έσοδα εισέπραξε το κράτος από φόρους και εισφορές το 2007, τόσα εισέπραξε και το 2009. Είχαμε δηλαδή μηδενική αύξηση φόρων και εισφορών, ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 22%, από τα 66 στα 80 δισ. Και δεν αύξησε τις δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις ως ανάχωμα στην επερχόμενη ύφεση. Αύξησε πολύ γενναιόδωρα τους μισθούς και τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις, σε πλήρη δυσαναλογία με την παγκόσμια και εγχώρια οικονομική κατάσταση. (Ενδεικτικά η κατά κεφαλήν δαπάνη ανά συνταξιούχο του δημοσίου αυξήθηκε τη διετία 2008-2009 κατά 19,6% εδώ.) Μέσα σε μια διετία το χάσμα μεταξύ εσόδων και εξόδων αυξήθηκε κατά 14 δισ. € από αλόγιστη πολιτική παροχών. Τι σκεφτόταν άραγε η ηγεσία εκείνη τη μαύρη διετία, ότι ασκούσε φιλολαϊκή, αναπτυξιακή πολιτική; Πώς φαντάζονταν ότι θα χρηματοδοτηθεί το gap που γιγάντωναν με την πολιτική τους; Πώς θα έκλεινε στο μέλλον αυτό το gap, αν όχι με πόνο (μνημόνια) για τους πολίτες;
Το 2012, μετά από 3 χρόνια μνημονίων, περικοπών μισθών και συντάξεων, οι σχετικές δαπάνες ήταν ακόμα υψηλότερες από τα επίπεδα του 2007. Γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπίσεις το κακό στην αρχή παρά όταν θεριέψει. Είναι πιο εύκολο να μην δώσεις αυξήσεις παρά να τις πάρεις πίσω.
Το 2008 η χώρα βγήκε από το συννεφάκι της ανάπτυξης με δανεικά και ήρθε αντιμέτωπη με την οδυνηρή πραγματικότητα, τα χρόνια προβλήματα και τις αδυναμίες της οικονομίας της. Η διαχείριση της οποίας απαιτούσε σκληρή δουλειά, υπευθυνότητα, δύσκολες και δυσάρεστες αποφάσεις. Η ηγεσία της χώρας δηλώνοντας ότι η κρίση δεν μας αγγίζει, ότι η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη, συνέχισε με αυξήσεις και προσλήψεις. Αδράνεια, Αναβλητικότητα, Ανευθυνότητα. Τα 3 «Α» του κ. Καραμανλή έδωσαν στα προβλήματα της χώρας δυσθεώρητες διαστάσεις, σε μια μόλις διετία. Δυστυχώς το timing έχει σημασία και για το καλό και για το κακό. Μικρότερης έντασης αίτια δημιουργούν δυσανάλογα αρνητικά αποτελέσματα.
Δεν είναι βέβαια η διετία 2008-2009 η μοναδική αιτία των δεινών μας -η ελληνική οικονομία είχε ήδη πολλά χρόνια προβλήματα- έδωσε όμως άλλη διάσταση στο μέγεθος και την ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε. Ήταν μνημείο δημοσιονομικής ανευθυνότητας, αδράνειας και έλλειψης ηγεσίας. Είναι άξιο απορίας γιατί αριστεροί αντιμνημονιακοί αγωνιστές, που τόνιζαν διαρκώς τις ευθύνες των προηγούμενων κυβερνήσεων, αγκάλιασαν πολιτικά τον κ. Καραμανλή και επαίρονται για τη θερμή τους σχέση. Άξιον απορίας είναι, επίσης, πως η ίδια η Αριστερά, στην πρώτη της φορά, επιβράβευσε την κυβέρνηση Καραμανλή με το υψηλότερο πολιτειακό αξίωμα και την προστάτευσε εξαιρώντας την από τη διερεύνηση των ευθυνών της κρίσης. Και ειλικρινά δεν κατανοώ ούτε τους σοβαρούς δεξιούς, που αντιμετωπίζουν τον κ. Καραμανλή ως «μέγιστο πολιτικό κεφάλαιο» και «ρυθμιστή» του μέλλοντός τους. Κι επειδή έχω ακούσει πως πρόκειται για έναν αξιοπρεπή άνθρωπο, ούτε τον ίδιο κατανοώ: πώς δέχεται πρωταγωνιστικό ρόλο στα παρασκήνια, πότε να παίζει τον μέντορα του Αλέξη, πότε τον αγαπημένο ηγέτη του Πάνου, πότε το μεγάλο τιμονιέρη που οδηγεί τη ΝΔ στο μέλλον! Με ρόλο αόρατο και μουγκό, ένα tableau vivant σε ρόλο πρωταγωνιστή!
Τελικά, το πολιτικό κεφάλαιο του Κώστα Καραμανλή ήταν ένα παλιό οικογενειακό δάνειο που μετατράπηκε σε επαχθές εθνικό χρέος και το εξοφλούμε όλοι. Ο λαϊκισμός και η άρνηση της πραγματικότητας είναι στοιχεία πιο τοξικά από το χρέος. Αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά ως κοινωνία πρέπει να αφήσουμε πίσω και το δεξιό και τον αριστερό λαϊκισμό.
Σημειώσεις 1Η ΕΕ εξετάζει τα δημοσιονομικά μεγέθη σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, δηλαδή ενσωματώνοντας την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Αυτό είναι και το πιο ακριβές, δεδομένου πως η Κυβέρνηση αναλαμβάνει να καλύψει όλα τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων. Υπό αυτήν την έννοια είναι πιο σωστό στις δαπάνες του κράτους να συμπεριλαμβάνεται η δαπάνη για συντάξεις και στα έσοδα οι ασφαλιστικές εισφορές. 2Επειδή είναι σημαντικό να μπορεί καθένας να ελέγξει τα πρωτογενή στοιχεία, στη σελίδα της Eurostat που παραπέμπω, τα πεδία στα οποία αναφέρομαι είναι:
Μισθοί: «Compensation of employees, payable»
Κοινωνικές Παροχές: «Social benefits other than social transfers in kind and social transfers in kind purchased market production, payable»
Έμμεσοι Φόροι: «Taxes on production and imports, receivable»
Άμεσοι φόροι: «Current taxes on income, wealth, etc., receivable»
Ασφαλιστικές εισφορές: « Net social contributions, receivable»
Επίσης ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στην Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία και να βρει αντίστοιχα στοιχεία στα ελληνικά για τα έτη 2000-2010 (εδώ σελ. 22-23).