Στην Ελλάδα, σήμερα, είναι πολλοί εκείνοι που μιλούν για το Ιδιωτικό Χρέος, έχοντας μάλιστα και το θράσος να καταθέτουν προτάσεις για την διευθέτησή του, χωρίς όμως να γνωρίζουν ούτε τα στοιχειώδη για την σύγχρονη αυτή οικονομική μάστιγα της ελληνικής κοινωνίας και, ιδιαίτερα, χωρίς να γνωρίζουν ούτε ακόμη το πραγματικό του ύψος και, έτσι, το μέγεθος του ίδιου του προβλήματος που ισχυρίζονται ότι θέλουν να επιλύσουν.....
Δεν φταίνε, όμως, μόνον οι αυτόκλητοι αυτοί ειδικοί, αφού ακόμη και τα εκάστοτε δημοσιευόμενα, επίσημα στοιχεία για το ελληνικό Ιδιωτικό Χρέος σε Τράπεζες, Δημόσιο, Ασφαλιστικά Ταμεία και Παρόχους Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας, είναι πλασματικά, επειδή :
Σε ότι αφορά τις οφειλές σε Τράπεζες και Funds, αυτές αναφέρονται μόνο ως προς το συνολικό κεφάλαιο της οφειλής μέχρι την καταγγελία της πιστωτικής σύμβασης, χωρίς έτσι να περιλαμβάνουν τους εξολογιστικούς και τους τόκους υπερημερίας, με τους ανατοκισμούς και τις κεφαλαιοποιήσεις τους, που επιβαρύνουν κάθε τραπεζική οφειλή μετά την καταγγελία της αντίστοιχης πιστωτικής σύμβασης. Έτσι, τα συνολικά, πραγματικά ποσά που απαιτούνται σήμερα από δανειολήπτες και εγγυητές δανείων και πιστωτικών καρτών, υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 200 Δις ευρώ.
Σε ότι αφορά τις οφειλές σε Δημόσιο και Ασφαλιστικά Ταμεία, αυτές αναφέρονται μόνο ως προς το βασικό κεφάλαιο εκάστης οφειλής, χωρίς να περιλαμβάνουν πρόστιμα, προσαυξήσεις και τόκους. Έτσι, σήμερα, οι συνολικές, πραγματικές οφειλές νοικοκυριών και επιχειρήσεων στο Δημόσιο, υπολογίζεται ότι πλησιάζουν τα 200 Δις ευρώ, ενώ, οι αντίστοιχες πραγματικές οφειλές στα Ασφαλιστικά Ταμεία, υπολογίζεται ότι ανέρχονται στα 40 Δις ευρώ. Τα στοιχεία, μάλιστα, αυτά, επιβεβαιώνονται και από πρόσφατη έρευνα του Παντείου Πανεπιστημίου.
Έτσι, σήμερα, το συνολικό, πραγματικό Ιδιωτικό Χρέος των ελληνικών νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, έχει φτάσει στα 450 Δις ευρώ, ήτοι στο 250% του ΑΕΠ, έχοντας πλέον ξεπεράσει ακόμη και το Δημόσιο Χρέος, με αποτέλεσμα, αυτό να καθίσταται προδήλως μη βιώσιμο και αδύνατο ποτέ να εξυπηρετηθεί, ακόμη και αν η Ελλάδα καταφέρει να πετύχει το θαύμα του αέναου, σταθερού, διψήφιου ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης, για τα επόμενα 50 χρόνια. Και αν στα 450 αυτά Δις προστεθεί και το ιδιωτικό χρέος του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, τότε το νούμερο που προκύπτει κάνει το Δημόσιο Χρέος να φαντάζει επιτραπέζιο παιδικό παιχνίδι.
Υπό την ανωτέρω λοιπόν, σημερινή συγκυρία, το οποιοδήποτε ιδεολόγημα περί «Κουλτούρας Πληρωμών» συνιστά, αν όχι ψευδαίσθηση, τουλάχιστον αστειότητα, καθόσον είναι αδιανόητο, στην Ελλάδα του 2021, να συνεχίζουμε να μιλάμε για Κουλτούρα Πληρωμών, την ώρα που η ελληνική οικονομία, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, ακόμη και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα που επινόησε το αφήγημα της Κουλτούρας Πληρωμών, συνεχίζουν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, να παράγουν και να σωρεύουν μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος.
Στην ΥΠΕΡΒΑΣΗ, μετά από 8 χρόνια αγώνα στο πλευρό 50.000 Δανειοληπτών και Εγγυητών δανείων και πιστωτικών καρτών, οι οποίοι, σχεδόν στο σύνολό τους, τυγχάνουν ταυτόχρονα και Οφειλέτες του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Ταμείων και, ιδιαίτερα, με την εξειδικευμένη γνώση της Επιστημονικής μας Ομάδας και την εμπειρία των 600 περίπου δικαστικών αποφάσεων δικαίωσής των Μελών μας απέναντι στις τράπεζες, αλλά και με τα απολογιστικά στοιχεία των 1.500 τουλάχιστον ρυθμίσεων που τους βοηθήσαμε να πετύχουν, με γενναία κουρέματα των οφειλών τους, έχουμε πλέον, όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά, πρωτίστως, την υποχρέωση, ως ο μεγαλύτερος συλλογικός φορέας δανειοληπτών στα ελληνικά χρονικά, να διατυπώσουμε την δική μας πρόταση για την διευθέτηση και την βιώσιμη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους.
Μια πρόταση που δεν συνιστά κενό γράμμα δημιουργικών παραισθήσεων, χωρίς κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, αλλά γειωμένη στην συνισταμένη και τον κοινό τόπο των παράλληλων αναγκών των 4.500.000 ΑΦΜ στα οποία είναι χρεωμένο το ιδιωτικό χρέος, του τραπεζικού συστήματος, των εθνικών προϋπολογισμών και, εν τέλει, της ίδιας της εθνικής μας οικονομίας.
Αθήνα, 26/09/2021
Κυριάκος Τόμπρας
Πρόεδρος ΔΕ